φάντες — και φάντης, ο, Ν 1. φιγούρα τής τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές 2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» λέγεται για… … Dictionary of Greek
φάντες — φημί Spir. Prooem. pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
φάντης — (I) ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε φάντης (πρβλ. ἱερο φάντης, συκο φάντης) < θ. φαν τού φαίνω*]. (II) ο, Ν βλ. φάντες … Dictionary of Greek
φάντης, ο — και φάντες πληθ. ηδες (λ. ιταλ.), φιγούρα της τράπουλας, που παρασταίνει νεαρό, ο βαλές: Φάντης κούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)